Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Η Ελλάδα Είναι Κράτος, Πόντιε Ερντογάν,



ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο Ερντογάν δεν αμφισβητεί τα νησιά μας μόνο για εσωτερική κατανάλωση,



Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, λένε οι σοφότεροι άνθρωποι και ειδικά στην διπλωματία, όπου κάτω από κάθε λέξη κρύβονται πολλά περισσότερα νοήματα, προθέσεις, διεκδικήσεις.

Όταν λοιπόν ο Ερντογάν ανοίγει θέμα νησιών στο Αιγαίο κανείς δεν πρέπει να πει έυκολα «Έλα μωρέ είναι για εσωτρική κατανάλωση». Και αυτό διότι η Τουρκία, έχει αποδείξει ότι ασκεί, αρχικά με λέξεις και στη συνέχεια με πράξεις μια μακροπρόθεσμη εξωτερική πολιτική διεκδικήσεων και νεοοθωμανικής νοοτροπίας. Ειδικά με τον Ερντογάν που αισθάνεται νέος Σουλτάνος.

Για να γίνει λοιπόν κατανοητό τι κρύβει η σκέψη Ερντογάν και τι πρόκειται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα, αξίζει να διαβάσει κάποιος το εξαίρετο άρθρο του δημοσιογράφου Σταύρου Λυγερού, που δημοσιεύθηκε στο Πρώτο Θέμα στις 2 Οκτωβρίου:

Είναι προφανές πως η αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάνης εκ μέρους του Ερντογάν εγγράφεται στο πλαίσιο εσωτερικών πολιτικών σκοπιμοτήτων. Αυτό που δεν είναι προφανές, όμως, είναι ότι η επίμαχη ομιλία του Τούρκου προέδρου συνιστά ένα ποιοτικό άλμα σε μία πορεία που έχει αρχίσει από το 1973.

Τότε, η Άγκυρα είχε εγείρει διεκδικήσεις στην υφαλοκρηπίδα του ανατολικού Αιγαίου. Ακολούθησε σύντομα η αμφισβήτηση των ορίων του ελληνικού FIR (περιοχή ελέγχου των πτήσεων πολιτικής αεροπορίας) και η άρνηση αποδοχής του ελληνικού εναέριου χώρου των 10 μιλίων. Εύρος που ισχύει από το 1931 και που για δεκαετίες δεν είχε αμφισβητηθεί από την τουρκική πλευρά.

Στην πραγματικότητα, από το 1973-74 η Άγκυρα άρχισε να οικοδομεί τις προϋποθέσεις μίας ιδιότυπης “πολιορκίας” των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου, η οποία προοπτικά θα της επέτρεπε να εγείρει και εδαφικές διεκδικήσεις. Εμφάνιζε τα ελληνικά νησιά να “κάθονται” σε τουρκική υφαλοκρηπίδα και να περιβάλλονται από εναέριο χώρο, ελεγχόμενο από την Τουρκία.

Το επόμενο κρίσιμο βήμα έγινε στις αρχές του 1996 με την επίσημη προβολή της θεωρίας περί “γκρίζων ζωνών”, η οποία και προκάλεσε την κρίση στα Ίμια. Η πάγια τακτική της Άγκυρας είναι να εγείρει μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις και στη συνέχεια να καλεί την Αθήνα να διαπραγματευθεί, δηλαδή να μοιράσει τα ελληνικά δικαιώματα. Για τον σκοπό αυτό ασκούσε άμεση ή έμμεση στρατιωτική πίεση.

Σ’ εκείνη την κρίση για πρώτη φορά η Τουρκία όχι μόνο διεκδίκησε ελληνικό έδαφος, αλλά και δημιούργησε τετελεσμένο. Η πρόκληση κρίσης και η απειλή πολέμου υποχρέωσαν την Αθήνα ουσιαστικά να αποδεχθεί το “γκριζάρισμα” των δύο αυτών βραχονησίδων. Μπορεί τότε η κυβέρνηση Σημίτη να είχε αιφνιδιασθεί από την ποιοτική κλιμάκωση του τουρκικού επεκτατισμού, αλλά η προβολή εδαφικών διεκδικήσεων δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.

Τον Ιούνιο του 1991, ο τότε αρχηγός του τουρκικού στόλου ναύαρχος Ιλφάν Τινάζ είχε ισχυρισθεί δημοσίως ότι οι βραχονησίδες του Αιγαίου δεν είναι ελληνικό έδαφος! Η δήλωση εκείνη ήταν ενδεικτική των κυοφορούμενων τότε προθέσεων της Άγκυρας, αλλά η Αθήνα δεν της είχε δώσει τότε τη δέουσα προσοχή.

Η ιστορία μας διδάσκει, όμως, πως όταν η Άγκυρα προσθέτει μία νέα μονομερή διεκδίκηση στο καλάθι των ελληνοτουρκικών δεν την ξεχνάει. Την καλλιεργεί με επιμονή και συστηματικότητα, ώστε να την εγγράψει στη συνείδηση του διεθνούς συστήματος ως υπαρκτή διαφορά που χρειάζεται επίλυση μέσω συμβιβασμού. Αυτό μας οδηγεί στην εκτίμηση ότι η ευθεία αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης από τον Ερντογάν δεν είναι πυροτέχνημα. Ειπώθηκε για να μπει με κάποιον τρόπο στο τραπέζι.

Η υπόθεση των Ιμίων κατέστη ζωτικής σημασίας, επειδή χρησιμοποιήθηκε πιλοτικά για την προώθηση της θεωρίας των “γκρίζων ζωνών”. Το τουρκικό διάβημα (29-1-1996) ήγειρε ευρύτερη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας. Στόχος των Τούρκων δεν ήταν να επεκτείνουν κατά δύο-τρία μίλια δυτικότερα τα σύνορα, αλλά να μετατρέψουν σε “γκρίζα ζώνη” ένα μεγάλο τμήμα του Αιγαίου.

Σύμφωνα με τη θεωρία τους, όσες νησίδες του Αιγαίου δεν αναφέρονται ρητά στις συνθήκες Λωζάννης (1923) και Παρισίων (1947) είναι απροσδιόριστης κυριαρχίας. Η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι όλες αυτές οι νησίδες, που παλαιότερα ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα έπρεπε να προσαρτηθούν στην Τουρκία, που είναι το διάδοχο κράτος. Μεγαλόθυμα, όμως, δηλώνει διατεθειμένη να διαπραγματευθεί με την Αθήνα το μοίρασμά τους!

Η θεωρία των “γκρίζων ζωνών” είναι διάτρητη, επειδή η συνθήκη της Λωζάννης αναφέρει σαφώς ότι στην Τουρκία ανήκουν μόνο όσες νησίδες δεν αναφέρονται ρητά στις συνθήκες και βρίσκονται στη ζώνη τριών μιλίων από τις μικρασιατικές ακτές. Η ίδια συνθήκη δίνει στην Ελλάδα την κυριαρχία όχι μόνο των μεγάλων νησιών, που αναφέρονται ονομαστικά, αλλά και των παρακείμενων νησίδων.

Αναφορικά με τα Δωδεκάνησα, υπάρχει η ιταλοτουρκική συνθήκη (4-1-1932) (τότε τα Δωδεκάνησα ήταν υπό ιταλική κατοχή) που ρυθμίζει το εδαφικό καθεστώς. Υπάρχει και το συμπληρωματικό ιταλοτουρκικό πρωτόκολλο για την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων (28-12-1932), στο οποίο αναφέρεται ποιες νησίδες ανήκουν στη μία και ποιες στην άλλη χώρα. Στο άρθρο 30 αναφέρεται ρητά ότι τα Ίμια, όπως και όλες οι άλλες νησίδες που σήμερα διεκδικεί η Τουρκία, ανήκαν στην Ιταλία. Με τη συνθήκη των Παρισίων (1947) παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.

Η Άγκυρα προσπαθεί να εμφανίσει το Αιγαίο σαν ένα πέλαγος, όπου ναι μεν υπάρχουν ελληνικά νησιά σ’ όλη σχεδόν την έκτασή του, αλλά αυτά δεν οριοθετούν τη θαλάσσια συνοριακή γραμμή των δύο χωρών. Το Αιγαίο, όμως, δεν είναι μία θάλασσα που απλώς παρεμβάλλεται μεταξύ δύο παράκτιων χωρών, όπως υποστηρίζουν οι Τούρκοι. Η μισή περίπου έκτασή του είναι ελληνικός εθνικός χώρος. Και ο υπόλοιπος είναι διεθνής χώρος, ο οποίος, όμως, συνδέει ελληνικά νησιά με την ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά συνέπεια, η θάλασσα αυτή δεν έχει την ίδια σημασία για τις δύο χώρες. Γι’ αυτό και τα –εκτός διεθνούς δικαίου– μέτρα που τις εξισώνουν λειτουργούν προς όφελος της Τουρκίας.

Είναι προφανές ότι, εάν η Τουρκία αποκτούσε την κυριαρχία έστω και μίας μόνο βραχονησίδας δυτικά της αλυσίδας Σαμοθράκη-Λήμνος-Λέσβος-Χίος-Σάμος-Κάλυμνος-Κως- Ρόδος-Καστελλόριζο, όχι μόνο θα ανέτρεπε το υφιστάμενο νομικό καθεστώς, αλλά και θα άλλαζε ριζικά τον χαρακτήρα του Αιγαίου. Η δήλωση της πρωθυπουργού Τσιλέρ εκείνη την εποχή στην εφημερίδα Χουριέτ ήταν σαφέστατη: «Μέχρι τώρα η Τουρκία υποσυνείδητα αποδεχόταν ότι τα νησιά αυτά έμπρακτα ανήκουν στην Ελλάδα. Εμείς θα το αλλάξουμε αυτό».

Ελάχιστες ημέρες μετά την κρίση (3-2-1996) η Τσιλέρ δήλωσε ότι θα φέρει στο διεθνές προσκήνιο το καθεστώς 1.000 περίπου νησίδων και βραχονησίδων που αποτελούν τουρκικό έδαφος! Το 1998 ο τότε Τούρκος πρόεδρος Ντεμιρέλ, με δήλωσή του στη Χουριέτ, κατέβασε τον αριθμό, ισχυριζόμενος ότι 132 νησίδες ανήκουν στην Τουρκία! Στο πλαίσιο αυτό, το μετακεμαλικό καθεστώς έφθασε στο σημείο να αμφισβητήσει ακόμα και την ελληνικότητα της Γαύδου!

Η Άγκυρα πάτησε στο προηγούμενο των Ιμίων για να αποσταθεροποιήσει την ελληνική κυριαρχία και σε κατοικημένες νησίδες. Στις 29-1-1996, η Άγκυρα είχε ονομαστικά αναφέρει σαν “γκρίζες ζώνες” όχι μόνο τα Ίμια, αλλά και τα κατοικημένα νησιά Ψέριμο και Φούρνους! Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, μάλιστα, η Τουρκία συμπεριφέρεται σαν το Αγαθονήσι και το Φαρμακονήσι να είναι δικό της έδαφος. Η διεκδίκηση έχει μετεξελιχθεί από θεωρητική σε έμπρακτη. Το ίδιο συμβαίνει και με τις νησίδες Στρογγύλη και Ρω, που βρίσκονται εκατέρωθεν του Καστελλόριζου.

Με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης, ο Κεμάλ έκλεισε τα εξωτερικά μέτωπα και στράφηκε στην εδραίωση του καθεστώτος του. Όταν το καθεστώς σταθεροποιήθηκε και ένοιωσε ισχυρό, άρχισε να έχει διεκδικήσεις. Το 1936 επέτυχε με τη συνθήκη του Μοντρέ να αναθεωρήσει τη διάταξη της συνθήκης της Λωζάννης που πρόβλεπε αποστρατικοποίηση των Στενών. Στο τέλος της δεκαετίας του 1930 η Τουρκία προσάρτησε την επαρχία της Αλεξανδρέττας που ανήκε στην αποικιοκρατούμενη τότε Συρία.

Από τη δεκαετία του 1950 η Άγκυρα εστίασε την επεκτατική ροπή της στην Κύπρο με αποκορύφωμα την εισβολή του 1974. Η επιτυχία της εκείνη της άνοιξε τον δρόμο για να κλιμακώσει τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο. Από τότε προσπαθεί να ανατρέψει το ισχύον νομικό καθεστώς, προβάλλοντας τραβηγμένες από τα μαλλιά ερμηνείες των διεθνών συνθηκών, αλλά όχι αμφισβητώντας τες ευθέως.

Είναι αληθές ότι στο παρελθόν υπήρξαν κάποιες δηλώσεις εκ μέρους του Οζάλ και του Ντεμιρέλ ότι κακώς η Τουρκία είχε αποδεχθεί την παραχώρηση στην Ελλάδα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και κυρίως των Δωδεκανήσων. Επρόκειτο, όμως, περισσότερο για δηλώσεις νοσταλγίας του αυτοκρατορικού παρελθόντος.

Η συνθήκη της Λωζάννης είναι η ληξιαρχική πράξη ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας και γι’ αυτό το μετακεμαλικό καθεστώς απέφευγε επιμελώς να θέσει θέμα αναθεώρησής της. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και ο ίδιος ο Ερντογάν είχε μιλήσει σ’ αυτό το πνεύμα στις 24 Ιουλίου, στην 93η επέτειο από την υπογραφή της.

Από τότε δεν έχει περάσει πολύς καιρός, αλλά έχουν αλλάξει αρκετά στην Τουρκία. Ο Ερντογάν νοιώθει πολύ πιο ισχυρός και γι’ αυτό κάνει τώρα το βήμα. Μιλώντας την περασμένη Πέμπτη στους περιφερειακούς διοικητές (μουχτάρηδες) είπε: «Το 1920 μας έδειξαν τη Συνθήκη των Σεβρών για να μας πείσουν το 1923 για τη Συνθήκη της Λωζάννης. Και κάποιοι προσπάθησαν να μας το παρουσιάσουν αυτό ως νίκη… Με τη Συνθήκη της Λωζάννης δώσαμε στους Έλληνες τα νησιά, που αν φωνάξεις από τις ακτές του Αιγαίου, θα ακουστείς απέναντι. Είναι αυτό νίκη;… Όσοι έκατσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στη Λωζάννη, δεν εκμεταλλεύτηκαν τη συνθήκη αυτή. Και επειδή αυτοί δεν την εκμεταλλεύτηκαν, δυσκολευόμαστε σήμερα εμείς».

Σ’ ένα πρώτο επίπεδο στόχος του Ερντογάν είναι να αποδομήσει τον κεμαλισμό ως θεμέλιο ιδεολογικό λίθο της Τουρκικής Δημοκρατίας. Ο ίδιος αυτοπροβάλλεται ως ο ηγέτης που κλείνει την κεμαλική παρένθεση και που μέσω του νεοοθωμανισμού επαναφέρει στο προσκήνιο το άτυπο αυτοκρατορικό όραμα των Τούρκων. Δικό του σημείο αναφοράς είναι ο Μωάμεθ ο Πορθητής κι όχι ο Κεμάλ. Αν και έχει αποτύχει να αναδειχθεί σε ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου, παραμένει πιστός στο σχέδιό του το 2023 η Τουρκία να έχει εδραιωθεί ως μεγάλη δύναμη.

Προφανώς, όλα αυτά συνδέονται και με τις τρέχουσες πολιτικές σκοπιμότητες. Ο Ερντογάν επιδιώκει να ολοκληρώσει την απόκτηση υπερεξουσιών και στο θεσμικό επίπεδο, με τη μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικό. Για να αναδειχθεί σε εθνικό ηγέτη δεν αρκούν η εκτεταμένη καταστολή και οι μαζικές εκκαθαρίσεις του κράτους από κάθε είδους αντιφρονούντες. Χρειάζεται και ένα ιδεολογικό όχημα.

Για να συσπειρώσει γύρω του την κρατική γραφειοκρατία και κυρίως τους στρατιωτικούς, οι οποίοι δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα λόγω της απόπειρας πραξικοπήματος, ο Τούρκος πρόεδρος παίζει δυνατά το χαρτί του εθνικισμού-επεκτατισμού. Αυτό, άλλωστε, είναι ο πυρήνας της τουρκικής κρατικής ιδεολογίας και ως εκ τούτου ο κοινός παρονομαστής του τουρκικού πολιτικού συστήματος.

Είναι ενδεικτικό ότι η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, που χαρακτήρισε απαράδεκτη την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, έσπευσε να πλειοδοτήσει σε εθνικισμό-επεκτατισμό με την εξής δήλωση: «Ας κοιτάξει (ο Ερντογάν) τα 16 νησιά που επί της εποχής του παραδόθηκαν και όπου υψώθηκε ελληνική σημαία»!

Οι κεμαλιστές κατηγορούν τον Ερντογάν ότι δεν διεκδίκησε με αποφασιστικότητα τα κατοικημένα ελληνικά νησιά που η Άγκυρα θεωρεί “γκρίζες ζώνες”. Είναι αληθές ότι για πολλά χρόνια μετά την εκλογή του στην πρωθυπουργία, ο Τούρκος πρόεδρος φρόντιζε να κρατάει σχετικά χαμηλά τη θερμοκρασία στα ελληνοτουρκικά. Κι αυτό, επειδή προτεραιότητά του ήταν να εξουδετερώσει το κεμαλικό “βαθύ κράτος”. Φοβόταν δικαιολογημένα πως οι κεμαλιστές στρατηγοί θα εκμεταλλεύονταν μία ελληνοτουρκική κρίση για να τον ανατρέψουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σχέδιο “Βαριοπούλα”, που πρόβλεπε ένα στημένο ελληνοτουρκικό θερμό επεισόδιο.

Η προσεκτική στάση του νεοοθωμανού ηγέτη εκείνα τα χρόνια είχε καλλιεργήσει στην Αθήνα το δόγμα-μύθος “ο καλός Ερντογάν, οι κακοί στρατηγοί”. Η πραγματικότητα, βεβαίως, ήταν πολύ διαφορετική από τις αβάσιμες προσδοκίες της ελληνικής πολιτικής ελίτ ότι οι νεοοθωμανοί θα προσέγγιζαν με εποικοδομητικό τρόπο τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.

Οι νεοοωθομανοί είναι εξίσου εθνικιστές με τους κεμαλιστές, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Στα ελληνοτουρκικά, άλλωστε, είχε από νωρίς επέλθει μία όσμωση μεταξύ των δύο βασικών τουρκικών ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων. Ο Ερντογάν δεν διαφοροποιήθηκε ποτέ από τις πάγιες μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις. Από διπλωματικής απόψεως, όμως, εμφανιζόταν πιο ευέλικτος. Ως φορέας της νεοοθωμανικής ιδεολογίας και στρατηγικής, επιχειρούσε να καταστήσει την Τουρκία κέντρο και ηγεμόνα του μεταοθωμανικού χώρου. Στο πλαίσιο αυτό επεδίωκε να ρυμουλκήσει σταδιακά την Ελλάδα σε μια κατάσταση άτυπης δορυφοροποίησης.

Τώρα που θεωρεί ότι έχει εδραιωθεί σαν άτυπος σουλτάνος ξεδιπλώνει την ατζέντα του και στο επίπεδο της ισλαμοποίησης στο εσωτερικό της Τουρκίας και στο επίπεδο της ευθείας προβολής επεκτατικών διεκδικήσεων. Για τον Ερντογάν η διοχέτευση προσφύγων-μεταναστών στα ελληνικά νησιά δεν είναι μόνο ένα όπλο πίεσης προς την Ευρώπη για απόσπαση ανταλλαγμάτων. Είναι ταυτοχρόνως και μία επεκτατική υποθήκη σε βάρος της Ελλάδας.

Σε αντίθεση με τους μεταμοντέρνους φιλελεύθερους, οι νεοοθωμανοί έχουν συνείδηση της στρατηγικής σημασίας που έχει ο πληθυσμιακός παράγοντας. Θεωρούν βασίμως πως εάν μέσω του μεταναστευτικού ρεύματος διαμορφωθούν στα ελληνικά νησιά μουσουλμανικοί θύλακοι, η Τουρκία θα αποκτήσει δυνάμει γεωπολιτικά ερείσματα.

Υπενθυμίζουμε ότι ο Οζάλ, ως πρόδρομος των νεοοθωμανών, είχε πριν 25 χρόνια δηλώσει ωμά ότι η Ελλάδα θα καταληφθεί μέσω της διοχέτευσης μουσουλμανικών πληθυσμών. Το γεγονός, μάλιστα, ότι για τους δικούς τους λόγους οι Ευρωπαίοι πιέζουν να μη φύγουν από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου οι πρόσφυγες-μετανάστες αφήνει τον χρόνο να κάνει τη δουλειά του. Πιο συγκεκριμένα διευκολύνει την αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης των νησιών που βρίσκονται στο στόχαστρο της Άγκυρας.

Εγκλωβισμένη στις δικές της αντιφάσεις η ΕΕ είναι ανίκανη να δει τη μεγάλη εικόνα και να λειτουργήσει αποτρεπτικά, λαμβάνοντας υπόψη τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα των χωρών-μελών της. Η πρώτη αντίδραση του Βερολίνου στην επίμαχη ομιλία του Ερντογάν είναι αποκαλυπτική: «Μας είναι γνωστό πως υπάρχουν διαφορές εδώ και καιρό, εδώ και δεκαετίες. Διαφορές απόψεων μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας για την οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών. Η γερμανική κυβέρνηση είναι της άποψης ότι αυτές οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών πρέπει να επιλυθούν ειρηνικά. Κατά τα άλλα δεν εκφράζει άποψη και σίγουρα δεν θα πάρει το μέρος κανενός»!

Το γεγονός ότι λίγο αργότερα το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών έσπευσε να διευκρινίσει ότι γι’ αυτό η συνθήκη της Λωζάννης ισχύει, μόνο τυπικά διορθώνει τα πράγματα. Τα εξαρτημένα αντανακλαστικά των εταίρων μας είναι να αντιλαμβάνονται ακόμα και μία τόσο χοντροκομμένη πρόκληση σαν υπαρκτή διαφορά, απέναντι στην οποία τηρούν ίσες αποστάσεις. Γιατί όχι, όταν η ίδια η Αθήνα αντέδρασε συγκριτικά ήπια, γεγονός που εξ αντιδιαστολής ενισχύει την προαναφερθείσα τάση των Ευρωπαίων και βεβαίως εδραιώνει την εντύπωση του Ερντογάν ότι μπορεί χωρίς κόστος να ενεργεί κατ’ αυτό τον τρόπο.

Πηγή: mignatiou.com



Αναδημοσιευσα Από Crashonline