Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Σουηδικό Μοντέλο Διακυβέρνησης,

Ποια είναι η Σουηδία ή, καλύτερα, ποιο το μοντέλο της; Είναι απλώς παράδεισος κοινωνικών παροχών ή μια πιο σύνθετη κοινωνία απαιτήσεων, υποχρεώσεων και κοινωνικής ευθύνης; Αρχικά, οφείλει κανείς να επισημάνει πως αυτό το σκανδιναβικό - σοσιαλδημοκρατικό - μοντέλο έχει μια ιστορία τουλάχιστον 70 χρόνων. H ύπαρξή του χρονολογείται σχεδόν από το 1930, αλλά η σημερινή δομή του είναι αποτέλεσμα μιας μεγάλης συμφωνίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από το 1945 οι Σκανδιναβοί - και ειδικώς οι Σουηδοί - αποφάσισαν ότι θα ζήσουν με υψηλή φορολογία, προκειμένου να στηρίξουν το ευρύ δίκτυο κοινωνικής προστασίας. Έκτοτε, τα τελευταία 60 χρόνια, η χώρα κυβερνάται σχεδόν αδιατάρακτα από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, με εξαίρεση 9 έτη διακυβέρνησης των Συντηρητικών. Οι φόροι στο εισόδημα φθάνουν στο 60% και ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής εφαρμόζεται από σχετικά χαμηλά επίπεδα. Το 28% με 30% είναι δημοτικοί φόροι, δηλαδή πόροι για τους δήμους και τις νομαρχίες που διαχειρίζονται σε μεγάλο βαθμό το σύστημα κοινωνικής προστασίας. Ο δημόσιος τομέας είναι εκτεταμένος, καλύπτει σχεδόν το 65% της οικονομίας, αλλά λειτουργεί με το ένα τρίτο του δικού μας προσωπικού. Δεν υπάρχει υπουργείο που να απασχολεί περισσότερους από 350 υπαλλήλους. Οι υπηρεσίες του κράτους - οι Εφορίες, τα τελωνεία, η Αστυνομία, τα σχολεία, τα Πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία - είναι ανεξάρτητες, αυτοδιοικούμενες μονάδες, οι οποίες λειτουργούν βάσει συγκεκριμένων στόχων, λογοδοτούν με ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων και βρίσκονται σε καθεστώς διαρκούς αξιολόγησης.  

  Τα υπουργεία χαράσσουν στρατηγική - δεν ασχολούνται με διορισμούς και άλλα ευτελή. Δεν υφίσταται μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και το προσωπικό είναι απόλυτα εξειδικευμένο. Το σύστημα αμοιβών είναι διαφοροποιημένο και στηρίζεται σε μηχανισμούς μέτρησης της παραγωγικότητας. Οι υπάλληλοι μετακινούνται ή απολύονται όταν αλλάξουν τα δεδομένα της υπηρεσίας. Γενικώς οι απαιτήσεις - και οι υποχρεώσεις - από τους εργαζομένους του δημόσιου τομέα είναι υψηλές, σε τίποτε δεν ταιριάζουν με τα εδώ ισχύοντα. Παραλλήλως όμως εφαρμόζεται εκτεταμένο δίκτυο κοινωνικών παροχών, που ελέγχεται από τους δήμους και στηρίζεται σε αξιόπιστο μηχανισμό πληροφόρησης. Κάθε παιδί μόλις γεννηθεί λαμβάνει επίδομα υψηλότερο των 100 ευρώ τον μήνα, ενώ οι παροχές του συστήματος υγείας θεωρούνται πρωτοποριακές. Από εκεί και πέρα προβλέπεται συνδυασμός εξατομικευμένων παροχών, ανάλογα με το οικογενειακό ή κοινωνικό προφίλ του δικαιούχου. Αν κάποιος θεωρεί ότι έχει πρόβλημα, απευθύνεται στον αρμόδιο κοινωνικό λειτουργό του δήμου, ο οποίος καταγράφει τα στοιχεία, κωδικοποιεί τις ανάγκες του ιδίου ή της οικογένειας και ορίζει π.χ. την καταβολή του ενοικίου ή ποσοστό αυτού ή τη χορήγηση πρόσθετων εισοδηματικών ενισχύσεων. Και αν δεν εμπίπτει σ’ αυτό τον μηχανισμό, υπάρχει υπερανεπτυγμένη κοινωνική πρόνοια, η οποία έρχεται και συμπληρώνει την κάλυψη των αναγκών. Το σύστημα κοινωνικών παροχών είναι προφανές ότι στηρίζεται σε αμοιβαία εμπιστοσύνη, πολύ καλή πληροφόρηση και ευσυνειδησία τόσο των κοινωνικών λειτουργών όσο και των δικαιούχων, οι οποίοι δεν πάνε να κοροϊδέψουν ή να κλέψουν, αλλά να καλύψουν πραγματικές ανάγκες. Επίσης οι άνεργοι δεν αφήνονται στην τύχη τους. Απολαμβάνουν ισχυρά επιδόματα, αλλά βρίσκονται σε συνεχή παρακολούθηση, είναι υποχρεωμένοι να μετεκπαιδεύονται, να απορροφούν καινούργιες γνώσεις μέχρι να στεριώσουν σε μια δουλειά. Ευθέως συνδεδεμένο με την παραπάνω πρακτική για τους ανέργους είναι το σύστημα παιδείας. H επένδυση στην παιδεία είναι τεράστια. Οι μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν ερευνητικά προγράμματα, πραγματοποιούν εφηρμοσμένη έρευνα, είναι συνδεδεμένες με τα Πανεπιστήμια, όπου ευνοείται η ακαδημαϊκή έρευνα μέσω ενός εκτεταμένου δικτύου υποτροφιών. Οι νέοι ενθαρρύνονται να σπουδάσουν, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν νέοι μηχανισμοί σύνδεσης της παραγωγής με την εκπαίδευση μέσω των περίφημων ερευνητικών χωριών, τα οποία είναι χτισμένα δίπλα στα Πανεπιστήμια, από μεικτά σχήματα συνεργασίας επιχειρήσεων και AEI. H εισαγωγή στα Πανεπιστήμια γίνεται χωρίς εξετάσεις, υπάρχει ο θεσμός εισαγωγής στα AEI ακόμη και για μη αποφοίτους Λυκείων με την προϋπόθεση να μην ξεπερνούν τα 25 έτη και να έχουν πενταετή προϋπηρεσία. Πρόκειται για τον μηχανισμό της λεγόμενης «δεύτερης ευκαιρίας», ο οποίος επεκτείνεται σε νυχτερινά σχολεία για ηλικιωμένους και σε πανεπιστημιακές σπουδές «μισής ταχύτητας», οι οποίες προσφέρονται σε ώριμους εργαζόμενους πολίτες, οι οποίοι σε έναν χρόνο μπορούν να ολοκληρώνουν σπουδές ενός εξαμήνου. Όλο το σύστημα υποστηρίζει προσπάθειες απόκτησης γνώσης, με σκοπό τη βελτίωση του γνωστικού επιπέδου των πολιτών. Επικρατεί το δόγμα πως ο εκπαιδευμένος επαγγελματίας είναι καλύτερος επαγγελματίας. Εκεί ίσως κρύβεται και το μυστικό του συστήματος, που εξασφαλίζει τεράστια αποδοτικότητα και υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας στην οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι βιβλιοθήκες είναι γεμάτες και πλούσιες όσο πουθενά στον κόσμο. Υπερανεπτυγμένη είναι επίσης η στεγαστική πολιτική. Σε όλη τη Σουηδία κατασκευάζονται αξιόπιστες κατοικίες ικανές να υποδεχθούν οποιονδήποτε μετακινούμενο εργαζόμενο, γεγονός που ευνοεί την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού εντός της χώρας, επαυξάνοντας την οικονομική δραστηριότητα σε όλη την κλίμακα της χώρας. Από την άλλη πλευρά ο ιδιωτικός τομέας είναι συγκροτημένος σε ανταγωνιστική βάση, διεθνοποιημένος, με ευελιξία στην αγορά εργασίας, υψηλές απαιτήσεις ως προς την παραγωγικότητα και ελευθερία στις απολύσεις. Τα ίδια τα συνδικάτα δεν διακρίνονται από διάθεση προστατευτισμού για τους φθίνοντες κλάδους. Αντιθέτως, ευνοείται η εκκαθάριση αντιπαραγωγικών μονάδων και η μεταφορά πόρων σε κλάδους σύγχρονους και αποδοτικούς. Γενικώς το μοντέλο μπορεί να προσφέρει, αλλά είναι απολύτως απαιτητικό. Οι εργαζόμενοι είναι συνειδητοποιημένοι, άκρως παραγωγικοί, έχουν αντίληψη της ευθύνης που κάθε φορά αναλαμβάνουν. Γίνεται φανερό πως το όλο σύστημα στηρίζεται σε μηχανισμό πολλαπλών αξιών και σε μια γενικευμένη αίσθηση εμπιστοσύνης, η οποία ξεκινά από την καταβολή των φόρων και φθάνει μέχρι τα στοιχεία που θα δηλωθούν στον κοινωνικό λειτουργό. Οι Σουηδοί εμπιστεύονται το κράτος, γνωρίζουν ότι οι φόροι που πληρώνουν θα τους επιστραφούν με τη μορφή παροχών και προφανώς αυτό εξηγεί πώς εκεί γίνονται εκλογές με αίτημα την αύξηση και όχι τη μείωση των φόρων. Δεν είναι λίστα παροχών. Όπως λέει και ο Χριστόφορος Σαρδελής, ο οποίος επί χρόνια υπηρέτησε στην Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας και τα τελευταία χρόνια ήλθε στην Ελλάδα προκειμένου να δημιουργήσει τον Οργανισμό Διαχείρισης του Δημοσίου Χρέους, «το σουηδικό μοντέλο ούτε απλό είναι, ούτε μπορεί να μεταφερθεί στην ελληνική πραγματικότητα, ως μια λίστα μέτρων και παροχών. Αν γίνει έτσι, δεν κάνουμε τίποτε. Εκείνο που πρέπει να διερευνήσουμε είναι αυτός ο συνδυασμός ευθύνης, προσφοράς και απόδοσης που χαρακτηρίζει όλο το σύστημα και οδηγεί σε ένα κράτος παροχών, αλλά και απαιτήσεων». Με άλλα λόγια, το σουηδικό μοντέλο μπορεί να είναι ένα όραμα για την Ελλάδα, ένας οδηγός για το μέλλον, για μια καινούργια κοινωνία, η οποία θα ξεπεράσει τα πολλαπλά ελλείμματά της και θα βαδίσει σε σύγχρονους και πιο απαιτητικούς δρόμους. (Ioanna123: μοναδικο δικο μου σχολιο επι της παραγραφου--> LOL...) Οι Σουηδοί βγαίνουν στη σύνταξη στα 65 τους χρόνια (μπορούν να μείνουν έως τα 67), αλλά μπορούν να συνταξιοδοτηθούν κανονικά και στα 61. H σύνταξή τους υπολογίζεται με βάση το εισόδημά τους όσα χρόνια εργάζονταν. Αν παίρνουν χαμηλή σύνταξη, υπάρχει πρόσθετο επίδομα 492 ευρώ τον μήνα. Επίσης, υπάρχει επικουρική σύνταξη (η μέγιστη είναι 21.033 ευρώ τον χρόνο).


Aναδημοσιευση από www.adslgr.com